O Γερο - Λύκος ανέβηκε στο λόφο κρατώντας μια μικρή ροζ καρδιά στα δόντια του. Ένα σχήμα εμφανίστηκε στο χιόνι -ένα μονοπάτι απο τα χνάρια του και την ουρά του και σταγόνες άιμα σε χρώμα καραμέλας- και αυτό το σχήμα μπορούσες να το διαβάσεις σαν να ήταν παραμύθι, αν και η νύχτα ήταν πολύ κρύα για νεράιδες. Πίσω απο ένα κύμα απο σύννεφα πετάχτηκε το φεγγάρι σα σανίδα του σερφ. Ο λύκος έριξε μια προσεχτική ματιά δεξιά και αριστερά, άφησε το θησαυρό του σ'έναν πεσμένο κορμό δέντρου, ύψωσε το ρύγχος του προς τον ουρανό, και μέσα απο τα αλεξίπτωτα της ίδιας του της παγωμένης ανάσας, έβγαλε ένα αργόσυρτο ουρλιαχτό σα σειρήνα σε ασθενοφόρο 6.000 ετών.
Ξαφνικά η σελήνη απάντησε με ένα δικό της ουρλιαχτό.
Για πολλή ώρα ο λύκος είχε μείνει τόσο ακίνητος που θα μπορούσες να τον πάρεις για ομοίωμα απο χαρτόνι σε είσοδο κινηματογράφου (η συνέχεια του Χορεύοντας με τους Λύκους, απο τη μεριά του λύκου). Οι τρίχες της ψωριασμένης γούνας του ήταν όρθιες σα στρατιωτάκια. Τα μάτια του έγιναν ραδιενεργά. Η ανάσα του δε φαινόταν πια. Το κουτσό πόδι του τον πονούσε. Άθελά του κατούρησε στο χιόνι, δίνοντας ένα νέο και ίσως όχι και τόσο ευτυχισμένο τέλος στο παραμύθι που ήταν γραμμένο προηγουμένως εκεί. Ο γέρο-λύκος περίμενε.
Όσο για τη σελήνη, ήταν και αυτή ακίνητη, ακουμπώντας στη κορυφή ενός σύννεφου σα βουτυρωμένο τηγάνι μέσα στο οποίο τηγανίζει το αυγό του ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ.
Σιγά σιγά η σεληνιακή σιωπή καθησύχασε το λύκο, γιατί αν και ο ίδιος, όπως και οι πρόγονοί του πρίν απο αυτόν, είχε περάσει τη ζωή του απευθύνοντας πάντα οτο ουρλιαχτό του στην πανσέληνο, ποτέ του, ακόμη και όταν ήταν κουτάβι, δε περίμενε ούτε επιθυμούσε απάντηση. Αν υπήρχε κάποια απάντηση, ακουγόταν μέσα στο άιμα του, στο υγρό της σπονδυλικής του στήλης, στο λυκοχυμό του κορμιού του, όχι στα αφτιά. Οι λύκοι είναι αυτοί που ουρλιάζουν. Η σελήνη, για τα ζώα όπως και για τους ανθρώπους θεωρείται βουβή.
Ήταν όμως; Μήπως όλα αυτά τα χρόνια περίμενε απλώς υπομονετικά τηνκατάλληλη στιγμή για να ακουστεί;
Ο λύκος προσπαθούσε τόσο έντονα να αντιληφθεί τι μπορεί να ήταν αυτό που έλυσε επιτέλους τη γλώσσα της σελήνης, ώστε σχεδόν δεν αντιλήφθηκε τη μικρή στριγγή φωνή που ακούστηκε μερικά μόνο εκαταστά απο τη μύτη του.
"Λοιπόν" είπε η μικρή καρδιά, που στο μεταξύ είχε αρχίσει απαρατήρητη να χτυπάει πάλι, φουσκώνοντας σα αυτο-διογκούμενη τσιχλόφουσκα, "τώρα που πήρες τα νέα, δε νομίζεις ότι θα έπρεπε να με γυρίσεις στο στήθος απ'όπου με άρπαξες΄"
Αν και πεινασμένος και απορημένος, και παρόλο που η συνείδησή του ήταν τόσο καθαρή απο ενοχές όσο το λουκάνικο μιας καλόγριας απο μουστάρδα, ο γέρο-λύκος συμμορφώθηκε κουρασμένα. Κατέβηκε κουτσαίνοντας τη βουνοπλαγιά, πέρασε κάτω απο την κλειδωμένη πύλη του χωριού, ανέβηκε σε ένα σωρό χιόνι και πέρασε αθόρυβα για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ απο ένα μισάνοιχτο παράθυρο παιδικού δωματίου.
Και το επόμενο πρωί η βάφτισή μου έγινε κανονικά σύμφωνα με το πρόγραμμα.
Τομ Ρομπινς "Αγριόπαπιες Πετούν Ανάστροφα"
Τελικά το τελείωσα το βιβίο! Βάζω αυτό το κείμενο, γιατί εκτός του ότι είναι υπέροχο, μου θυμίζει και μια πολύ όμορφη βραδιά..Ετικέτες Prose
Όταν δημοσιεύθηκε αυτό το ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ
ήταν
Κυριακή 11 Ιουνίου 2006 στις 10:46 μ.μ..
Μπορείς και ΕΣΥ να μας πεις τη
γνώμη σου, αλλά αυτό δε σημαίνει πως αυτά που θα πεις θα τα λάβουμε και σοβαρά υπόψιν μας.
Γιά το όνομα του Τσούκι Ντουκ, το διαβάζω ξανά και ξανά σήμερα και δε μπορώ να σταθώ κάπου -- δε μπορώ να σου πω πόσο ακριβώς με εκφράζει αυτό το κείμενο του Ρόμπινς... Μάτια μου, όπως όταν στο πρωτοέδωσα -- κάτσε και διάβασε το. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Και σκέψου τι εκφράζει. Τι λέει! Γιατί μου αρέσει τόσο πολύ ο Ρόμπινς. Κάντο...
Και ύστερα αποφάσισε τί θα κάνεις...
-Sino.
» Δημοσίευση σχολίου