.. Ο Πράσινος έκλεισε το τηλέφωνο, αλλά η Μώβ συνέχισε να κρατάει το ακουστικό, και να κοιτάζει επίμονα τον καναπέ του γραφείου, λες και αυτός έφταιγε για όλα.
Ένιωθε πνιγμένη, απελπισμένη όπως πριν τον ακούσει, μα τώρα ένιωθε και εκνευρισμένη.
"Θα τα πούμε αργότερα".
Δε τα λέμε τώρα γιατί δεν έχουμε τίποτα να πούμε.
Αργότερα ίσως να συμβεί κάτι άξιο κουβέντας.
Ίσως και όχι. Τότε πάλι θα πούμε την ίδια φράση. "Θα τα πούμε αργότερα".
Μωρό μου, δεν είμαστε πρακτορεία ειδήσεων. Δεν χρειάζεται να λέμε τίποτα. Θέλω μόνο να σε κοιτάζω στα μάτια και να περιμένω αυτά να μου τα πούν όλα, τώρα.Θέλω να λέμε για καινούριους πλανήτες και για τα όνειρα της προηγούμενης νύχτας. Να λέμε για το πως πετούσαμε όταν είμασταν παιδιά και για τα βιβλία του Ρόμπινς. Θέλω να κάνουμε άγριο σεκς σαν ζώα ή τρυφερό έρωτα σαν να είμαστε οι μόνοι ερωτευμένοι άνθρωποι στον κόσμο. Δε θέλω να τα πούμε αργότερα.
Κοίταξε το ακουστικό, σκέφτηκε να του τηλεφωνήσει, να του τα πει αυτά και άλλα τόσα.
Δεν ήθελε να του χαλάσει την διάθεση. Όποτε γυρνάει απο το πάρκο η διάθεσή του είναι περίφημη.
ένα "Πνίγομαι" βγήκε απο τα χείλη της.
Κοίταξε με το πιο μισητό βλέμμα που είχε ποτέ τον καναπέ του γραφείου και άφησε τη ματιά της να περιπλανηθεί.
Η ώρα ήταν 5:30 το απόγευμα.
Σιγά σιγά έπρεπε να ετοιμαστεί. Να ντυθεί όσο πιο ζεστά γίνεται, να πάει εκεί, στην μέση του πουθενά να περιμένει το λεωφορείο. Να πάει σπίτι.
Λίγες μέρες πριν έφευγε από την δουλειά με ένα τεράστιο χαμόγελο. Θα πήγαινε σπίτι τους. Ανυπομονούσε να είναι μαζί. Τώρα φεύγει σκυθρωπή. Κούραση και Ρουτίνα.
Αυτό ήταν το πρόβλημα. Η ρουτίνα.
Τα ίδια πράγματα να επαναλαμβάνονται καθημερινά.
Αυτό δεν το είχαν υπολογίσει.
Σε όλη την διαδρομή η Μωβ δεν σκεφτόταν τίποτα. Δεν ήθελε να κάνει οποιουδήποτε είδους σκέψη.Ήθελε να ηρεμίσει. Να τα κρύψει όλα. Μέσα της.
Έφτασε σπίτι τους. Χτύπησε το κουδούνι με τον συνηθισμένο "εκνευριστικό" τρόπο.Για πρώτη φορά ο Πράσινος δεν της άνοιξε.
Αφού βρήκε τα κλειδιά της μετά από μια βαθιά ανασκαφή στην πάντα τεράστια τσάντα της, πέρασε μέσα.
Η κούπα του πρωινού της καφέ ήταν πεσμένη στο πάτωμα. Το χαλί χάλια. Το υπόλοιπο σπίτι ακατάστατο, λες και δεν το είχε τακτοποιήσει κανείς και ποτέ.
Η Μωβ σάστισε.
Βρήκε τον Πράσινο, να κάθετε στην μέση του σαλονιού ακούγοντας κάτι ρεμπέτικα απο ένα μικρό ραδιοφωνάκι.
"Τι έγινε εδώ?!"
"..."
"Γιατί είναι όλα έτσι?"
"..."
"Έχεις κάτι?"
"..."
"Μα γιατί δε μου μιλάς?! Κουράστηκα να προσπαθώ πάντα να μαντεύω τι έχεις. Κουράστηκα να σε παρακαλάω να μου μιλήσεις για το τι συμβαίνει. Κάνω υπομονή. Δε ξέρω για πόσο ακόμα. Ειλικρινά...."
(συνεχίζεται...)
Ετικέτες Γ
Όταν δημοσιεύθηκε αυτό το ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ
ήταν
Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2006 στις 4:34 μ.μ..
Μπορείς και ΕΣΥ να μας πεις τη
γνώμη σου, αλλά αυτό δε σημαίνει πως αυτά που θα πεις θα τα λάβουμε και σοβαρά υπόψιν μας.
Δεν με λές...αυτόν τον Πράσινο μήπως τον λένε και Βασίλη;:)
Να σε πω.. Όχι δεν τον λένε Βασίλη!
Κάπου το έχω ξαναδεί αυτό με τη Μωβ...
ΧΑ! Να και ένας που το βρήκε νομίζω...!
κονγρατζουλεισιονς!
» Δημοσίευση σχολίου