....Είμαι ξαπλωμένη. Κοιμάμαι , αλλά δεν αναπνέω. Κάπου εκεί ανάμεσα στην γραμμή της ζωής και του θανάτου. Μόνο που τώρα ο Θάνατος ακούγεται σαν κάτι πιο γνώριμο και ασφαλές, ενώ η ζωή σαν κάτι το τρομακτικό. Κοιτάζω γύρω μου.
Είμαι σε ένα λιβάδι. Καταπράσινο.
Δεν σηκώνομαι. Απλά κουνάω το κεφάλι μου προς όλες τις κατευθύνσεις.
Ξάφνου έρχονται κοντά μου μέλισσες. Πολλές μέλισσες.
Μιλάμε και κάνουμε παρέα. Για λίγο.
Μερικές έιναι φιλικές, και μου φέρνουν λίγο από το μέλι τους να δοκιμάσω.
Σαν να γνωρίζουν πως στην σκέτη γύρη έχω αλλεργία.
Δεν είχα βασικά, τώρα την απέκτησα.
Μερικές, λίγες, με τσιμπάνε.
Ξέρω πως τα τσιμπήματά τους θα κρατήσουν για πολύ καιρό. Δεν ξέρω πως το ξέρω, αλλά το ξέρω.
Ξαφνικά ησυχία. Σιωπή. Τίποτα.
Σαν να με πήρε ο ύπνος πάλι.
Ανοίγω τα μάτια και νιώθω όπως νιώθει κανείς όταν έχει κοιμηθεί δεκατέσσερις ώρες και έχει πάνω στο κορμί του τσιμπήματα από μέλισσες.
Βλέπω δεκάδες χρωματιστές πεταλούδες να πετάνε γύρω μου.
Με ένα μου νεύμα σταματούν και κάθονται δίπλα μου.
Περνάμε πολύ όμορφα.
Γελάμε και λέμε ιστορίες. Χορεύουμε και χοροπηδάμε.
Ξαφνικά ο ουρανός σκοτεινιάζει.
Βρέχει.
Τις κοιτάζω. Δεν θέλω να φύγουν. Νιώθω όμως κάτι περίεργο στην πλάτη μου.
Κάτι σαν γαργαλητό, φαγούρα και κάψιμο.
Πριν προλάβω να το καταλάβω βρίσκομαι στον αέρα. Έχω βγάλει φτερά. Πολύχρωμα.
Πετάω μακριά τους, ενώ εκείνες δεν έχουν κουνηθεί καθόλου.
Πετάω. Πετάω για ώρες.
Φοβάμαι όμως και κλείνω τα μάτια.
Έτσι και αλλιώς δε μπορώ να το ελέγξω. Τα φτερά με πάνε όπου εκείνα θέλουν.
Τώρα βρίσκομαι σε ένα νησί. Με κόκκινες παπαρούνες και κίτρινες μαργαρίτες.
Το νησί είναι τόσο μικρό, που όταν τεντώνω τα πόδια μου, μπαίνουν απο το γόνατο μέσα στο νερό.
Δεν είναι θάλασσα. Είναι λίμνη.
Τόσο τεράστια λίμνη δεν έχω ξαναδεί ποτέ!
Μια νεράιδα έρχεται κοντά μου.
Την νιώθω πολύ οικεία.
Νιώθω σαν να είναι το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο αυτό.
Εκείνη μιλάει. Εγώ δεν μιλάω. Δεν ξέρω τι να της πω.
Την θαυμάζω.
Είναι τόσο όμορφη...
Γνωρίζει τόσα πολλά...
Πρέπει να περάσαμε πολύ καιρό εκεί μαζί.
Μου αρέσει πολύ η μοναξιά της παρέας μας και η μοναχική παρέα μας.
Την κοιτάζω στα μάτια.
Για πρώτη φορά θέλω να της μιλήσω.
Προσπαθώ αλλά δεν μπορώ.
Θέλω να της φωνάξω. Ούτε αυτό το μπορώ.
Προσπαθώ να ουρλιάξω. Δεν γίνεται.
Πνίγομαι.
Νιώθω να πνίγομαι.
Παλίρροια. Το νερό έχει καλύψει όλο το νησάκι. Έχει καλύψει και εμένα. Ολόκληρη. Εκτός απο το πρόσωπό μου.
Η νεράιδα? Που είναι η νεράιδα?
Νιώθω ένα ελαφρύ χτύπημα στο μέτωπό μου.
Γυρνάει το κεφαλάκι της και το χώνει ανάμεσα στα μάτια μου. Μου χαμογελάει.
Βάζω τα κλάματα.
Ουρλιάζω απο μέσα μου.
"Όχι την νεράιδα. Όχι την νεράιδα"
Τα δάκρυα ανεβάζουν κι άλλο την στάθμη.
Το νερό έχει καλύψει και το στόμα μου. Νιώθω πως με άλλη μια ακόμη σταγόνα, θα καλύψει και την μύτη μου.
Πνίγομαι.
Πνίγομαι.
Πνίγομαι ουρλιάζω, χωρίς να μπορώ να ουρλιάξω.
Ανοίγω τα μάτια.
Βρίσκομαι σε ένα μέρος περίεργο.
Σαν να είναι μια έρημος. Αλλά δεν είναι.
Σαν να είναι ένα μεγάλο λιβάδι, αλλά δεν είναι...
Περιμένω ξαπλωμένη, αλλά δεν έρχεται κανείς.
Αρχίζω να τριγυρνάω.
Περπατάω, περπατάω...
Ώρες και μέρες. Μέρες και μήνες. Μήνες και χρόνια.
Δεν κουράζομαι. Δεν νιώθω τίποτα. Δεν νιώθω καν το σώμα μου.
Βλέπω μια σκιά στο βάθος. Κάτι προεξέχει απο όλο αυτό το επίπεδο.
Τρέχω. Πρέπει να πάω εκεί.
Πρέπει. Σαν εκεί να βρίσκεται αυτό που πραγματικά θέλω.
Σαν εκεί να βρίσκεται αυτό για το οποίο ήρθα εδώ.
Σαν να έπρεπε να γίνουν όλα αυτά με μοναδικό σκοπό εγώ να φτάσω εκεί.
Τρέχω.
Πλησιάζω.
Ο χώρος φωτίζεται. Σαν να αποφάσισε ο ήλιος να έρθει καταμεσής του ουρανού στις δώδεκα τα μεσάνυχτα.
Θαμπώνομαι απο το τόσο φως. Προσπαθώ να δω.
Είναι ένα δέντρο.
Είμαι απο κάτω του.
Είναι ένα διαφορετικό δέντρο. Έχει φύλλα απο χρυσόχαρτο και καρπούς απο χρωματιστά κομμάτια γυαλιού.
Ευφορία.
Τόση ευφορία δεν έχω ξανανιώσει ποτέ.
Είμαι ευτυχισμένη.
Μοιάζει με το μέρος που γεννήθηκα.
Ξαπλώνω από κάτω του. Χαζεύω τα χρώματα των φύλλων και τα γυαλιά που ιριδίζουν.
Είναι όλα τόσο χρωματιστά. Τόσο έντονα.
Μου ξεφεύγει ένα χαμόγελο.
Τα γυαλιά αρχίζουν να κουνιούνται και να συνθέτουν μουσικές. Πολλές μουσικές, που ποτέ πιο πριν δεν είχα ξανακούσει όμοιές τους.
Σαν να περίμεναν το χαμόγελο για να το κάνουν αυτό.
Νιώθω γεμάτη. Νιώθω ευτυχισμένη, με την ολοκληρωτική έννοια της ευτυχίας.
Σηκώνομαι.
Κόβω ένα μεγάλο κομμάτι κατακόκκινου γυαλιού.
Το κοιτάζω και το καταπίνω.
Εδώ.
Τώρα.
Εδώ και τώρα θέλω να πεθάνω.
Δεν πρόκειται να δω τίποτα πιο όμορφο ποτέ ξανά.
Δεν πρόκειται να νιώσω τίποτα πιο όμορφο. Ποτέ ξανά.
Ετικέτες Prose
Όταν δημοσιεύθηκε αυτό το ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ
ήταν
Τρίτη 1 Μαΐου 2007 στις 1:44 μ.μ..
Μπορείς και ΕΣΥ να μας πεις τη
γνώμη σου, αλλά αυτό δε σημαίνει πως αυτά που θα πεις θα τα λάβουμε και σοβαρά υπόψιν μας.
lol το να σημαίνει;
Την καλημέρα μου Γεωργία !
» Δημοσίευση σχολίου